Η έρευνα πραγματοποιήθηκε κατά το διάστημα 22-26.04.2013 με τηλεφωνικές συνεντεύξεις και χρήση δομημένου ερωτηματολογίου σε πανελλαδικό δείγμα 1116 κατοίκων. Χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της στρωματοποιημένης δειγματοληψίας με αναλογική αντιπροσώπευση των στρωμάτων. Στο ερωτηματολόγιο εντάχθηκε και ένα «πείραμα εντός ερωτηματολογίου» (survey experiment), το οποίο στόχευε στην έκθεση τυχαία επιλεγμένων ομάδων του δείγματος σε συγκεκριμένα σενάρια-ερεθίσματα και στη συνέχεια στη συγκριτική καταγραφή των αντιδράσεων των ερωτώμενων στα ερεθίσματα αυτά. Συγκεκριμένα, συγκεντρώθηκαν 105 έως 110 ερωτηματολόγια για καθένα από τα δέκα διαφορετικά σενάρια (δύο ομάδες ελέγχου [control groups] και οκτώ ομάδες μεταχείρισης [treatment groups]), το περιεχόμενο των οποίων σχετίζονταν με πληροφορίες για εικονικά κρούσματα διαφθοράς πολιτικών προσώπων των οποίων η αποτελεσματικότητα διαχείρισης, η κομματική στήριξη, η χρήση πελατειακών δικτύων και η συμβολή τους στη δημιουργία καλύτερων οικονομικών συνθηκών διαβίωσης εμφάνιζε διακύμανση. Τα αποτελέσματα της έρευνας σταθμίστηκαν ως προς το φύλο και την ηλικία και το μέγιστο σφάλμα εκτίμησης είναι ±3.0%, με σαφώς χαμηλότερα διαστήματα σφάλματος για τις περιπτώσεις αναλογιών με μικρότερη διακύμανση.

Η έρευνα στόχευε στην καταγραφή για πρώτη φορά στην Ελλάδα των στάσεων έναντι της διαφθοράς των πολιτικών και στην αναζήτηση των πιθανών ερμηνειών της ανοχής των πολιτών στην πολιτική διαφθορά. Σημειώνεται ότι στην εν λόγω έρευνα χρησιμοποιήθηκαν καινοτόμες τεχνικές ερμηνείας της αυξημένης ανοχής φαινομένων διαφθοράς με τη χρήση υποθετικών σεναρίων και χρήση πειραματικής μεθόδου.

Η έρευνα κατέγραψε τη σαφώς αρνητική εικόνα της κοινής γνώμης για το μέγεθος της διαφθοράς στο δημόσιο βίο της χώρας και την εξίσου αρνητική εικόνα για την αποτελεσματικότητα των μεθόδων καταπολέμησής της από την πολιτική εξουσία. Ως προς το πρώτο σημείο, η πλειοψηφία της κοινής γνώμης εκτιμά ως εκτενή τη διαφθορά σε όλα τα κλιμάκια δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, με κορυφαία ωστόσο την περίπτωση των βουλευτών και των τοπικών αρχόντων. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι η εικόνα της κοινής γνώμης για τα επίπεδα διαφθοράς των πολιτικών επιδεινώθηκε κατά την περίοδο 2009-2013. Ως προς το δεύτερο σημείο, η συντριπτική πλειοψηφία της κοινής γνώμης, πάνω από το 80%, εκτιμά ως αναποτελεσματική τη δράση της πολιτικής εξουσίας εναντίον της διαφθοράς, δηλώνοντας με σαφήνεια ότι ούτε το πλήθος των συλλήψεων διεφθαρμένων δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών είναι μεγάλο, ούτε οι ποινές που επιβλήθηκαν για τα αδικήματα είναι αντίστοιχες του μεγέθους του αδικήματος. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι η αρνητική γνώμη για το ρόλο της πολιτικής εξουσίας στην καταπολέμηση της διαφθοράς μεγεθύνθηκε το 2013 μετά από έναν προσωρινό περιορισμό της την περίοδο 2009-2011 ως αποτέλεσμα, προφανώς, της ρητορικής περί αντιμετώπισης της διαφθοράς που αναπτύχθηκε ως αντιστάθμισμα των αποκαλύψεων για το μέγεθος της διαφθοράς στην Ελλάδα μετά την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης.

Ως κυριότερη αιτία άνθησης της διαφθοράς στην Ελλάδα προκρίνεται (περίπου από το 80%-85% της κοινής γνώμης) και πάλι η αναποτελεσματικότητα ή η απροθυμία της πολιτικής εξουσίας, όπως αυτές αποτυπώνονται είτε στην επιβολή ελαφριών ποινών, είτε στη διατήρηση καθεστώτος αδιαφάνειας στις δημόσιες δαπάνες. Βεβαίως, μέρος της ευθύνης αποδίδεται (περίπου από το 60%-65%) και στους ίδιους τους δημοσίους υπαλλήλους, η μη αξιοκρατική επιλογή των οποίων καθιστά πιθανότερη τη μη άρτια άσκηση των καθηκόντων τους ή την εκμετάλλευση της νομοθεσίας για προσωπικό τους όφελος κατά τις συναλλαγές τους με τους πολίτες. Χαμηλότερα είναι τα ποσοστά της κοινής γνώμης (50%-60%) που αποδέχονται ως αναπόφευκτη την ύπαρξη της διαφθοράς στη χώρα, ποσοστό το οποίο μάλιστα βαίνει μειούμενο κατά την περίοδο 2009-2013.

Η έρευνα διερεύνησε επίσης την ισχύ των κλασικών μηχανισμών μετριασμού της αρνητικής επίδρασης της διαφθοράς των πολιτικών στην εκλογική υποστήριξη στη σημερινή Ελλάδα και εντόπισε ως ισχυρότερο όλων τη δημιουργία ευνοϊκού οικονομικού κλίματος, συνθήκη που μεταφράζεται στην παροχή συλλογικού οικονομικού οφέλους, όπως μείωση φορολογίας, έναντι παροχής ανοχής στην παράνομη λήψη προσωπικών κερδών από τα πολιτικά πρόσωπα. Η έρευνα απέτυχε να επιβεβαιώσει την ισχύ του πελατειασμού και της κομματικής ταύτισης ως μηχανισμών εξασφάλισης της λαϊκής ανοχής σε φαινόμενα διαφθοράς πολιτικών, ευρήματα που δικαιολογούνται εύκολα στη βάση της εδραιωμένης πλέον πεποίθησης ότι η συντήρηση πελατειακών δικτύων ευθύνεται για τη διόγκωση του δημοσίου τομέα και την ανορθολογικότητα της λειτουργίας του, αλλά και του κλίματος έντονων αρνητικών συναισθημάτων απέναντι στα κόμματα και στους εκπροσώπους τους κατά την τρέχουσα χρονική περίοδο.