του Γιάννη Αρμακόλα*

Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής στις 4 Φεβρουαρίου 2018.

Διαβάστε το άρθρο όπως δημοσιεύθηκε στην ηλεκτρονική σελίδα Kathimerini.gr εδώ.

Το βαθύ ψυχολογικό ρήγμα μεταξύ της κοινής γνώμης στην Ελλάδα και παραδοσιακών συμμάχων αποτυπώνεται στη νέα έρευνα του Προγράμματος Νοτιοανατολικής Ευρώπης του ΕΛΙΑΜΕΠ. Η άποψη της κοινής γνώμης είναι ότι στο ζήτημα της ονομασίας Δυτικοί Οργανισμοί και χώρες ευνοούν την ΠΓΔΜ ή, στην καλύτερη των περιπτώσεων, είναι προς όφελος και των δύο μερών της διαμάχης. Αντίθετα, τα ποσοστά αυτών που θεωρούν ότι ΕΕ, ΝΑΤΟ και βασικοί σύμμαχοι (ΗΠΑ και Γερμανία) λειτουργούν προς όφελος της Ελλάδας είναι σχεδόν αμελητέα, της τάξης του 5%. Το εύρημα αυτό θα πρέπει να προβληματίσει, δεδομένου ότι είναι κεντρική στρατηγική επιλογή της ελληνικής διπλωματίας η άσκηση πίεσης για επίλυση της διαφοράς με την ΠΓΔΜ μέσω των Δυτικών θεσμών στους οποίους συμμετέχει η Ελλάδα.

Σε αντίθεση με τα παραπάνω ευρήματα, είναι χαρακτηριστικό της σταδιακής μετατόπισης της κοινής γνώμης προς στάσεις θετικότερες προς τη Ρωσία, το γεγονός ότι η Μόσχα είναι μακράν ο δημοφιλέστερος παράγοντας στις προσπάθειες επίλυσης του ονοματολογικού. Σχεδόν ένας στους πέντε ερωτώμενους θεωρεί ότι η παρέμβαση της Ρωσίας είναι προς όφελος της Ελλάδας, ποσοστό που είναι λίγο μικρότερο από αυτό εκείνων που πιστεύουν ότι η Ρωσία ευνοεί την ΠΓΔΜ και αυτών που θεωρούν ότι είναι προς όφελος και των δύο μερών. Τα ποσοστά αυτά δημιουργούν ερωτήματα, δεδομένου ότι η Ρωσία ήταν από τις πρώτες χώρες που αναγνώρισαν τη γειτονική μας χώρα ως ‘Δημοκρατία της Μακεδονίας’, ενώ οι μετέπειτα παρεμβάσεις τους, εώς και σήμερα, διατηρούσαν πάντα ίσες αποστάσεις. Συγχρόνως, η Μόσχα δεν έχει επιδείξει κάποια διάθεση αλλαγής της πολιτικής της όσον αφορά στην αναγνώριση της ΠΓΔΜ με τη συνταγματική της ονομασία.

Η δυσπιστία της ελληνικής κοινής γνώμης μάλλον φαντάζει ακατανόητη στην κοινωνία της ΠΓΔΜ. Εκεί, είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η άποψη ότι ΕΕ και ΝΑΤΟ μεροληπτούν προς όφελος της Ελλάδας, διαπίστωση που στηρίζεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα έχει καταφέρει να εμποδίσει για μια δεκαετία την ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, αλλά και την έναρξη των διαπραγματεύσεων για ένταξη στην ΕΕ. Στους κατοίκους της ΠΓΔΜ δεν έχει διαφύγει την προσοχή ότι η Ελλάδα είναι σε θέση να επηρεάζει δραματικά την πολιτική των δύο αυτών οργανισμών, έχοντας ουσιαστικά επιβάλλει ένα νέο όρο (της επίλυση της διαφοράς για το όνομα) που δεν προϋπήρχε στο σετ της αιρεσιμότητας της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Τον όρο μάλιστα αυτόν, παρά τις αντιρρήσεις τους, τελικά αποδέχθηκαν τα υπόλοιπα κράτη μέλη.

Με δεδομένο ότι η μόνη ρεαλιστική δυνατότητα που έχει η Ελλάδα να επιλύσει, και μάλιστα με επωφελή τρόπο, τις διαφορές της με την ΠΓΔΜ και άλλους Βαλκάνιους γείτονες είναι στο πλαίσιο της διαδικασίας ένταξής τους στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ, τα αποτελέσματα της έρευνας θέτουν υπό αμφισβήτηση την ευθυκρισία της κοινής γνώμης και τη δυνατότητά της να αναγνωρίσει τα οφέλη που προκύπτουν για το εθνικό συμφέρον από τη συμμετοχή στους Δυτικούς θεσμούς.

Η αμφισβήτηση

Αλλά, επειδή η κοινή γνώμη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι εκ των προτέρων προκατειλημμένη αρνητικά, αυτό που τίθεται υπό σοβαρή αμφισβήτηση είναι ο ρόλος του πολιτικού προσωπικού και διαμορφωτών της κοινής γνώμης, όπως ΜΜΕ και διανοούμενοι, ως διαμεσολαβητών μεταξύ εθνικών και διεθνών πολιτικών και ως προνομιακών ερμηνευτών του εθνικού συμφέροντος. Ομοίως, οι προβληματικές πρακτικές των Δυτικών θεσμών στα θέματα ελληνικού ενδιαφέροντος θα πρέπει να μπουν στο μικροσκόπιο. Είναι προφανές ότι το ψυχολογικό ρήγμα μεταξύ Ελλάδας και Δυτικών χωρών διευρύνεται και αυτό θα έχει αρνητικές συνέπειες και για τις δύο πλευρές. Οι φορείς που λαμβάνουν αποφάσεις εκατέρωθεν οφείλουν να κάνουν την αυτοκριτική τους και να αναγνωρίσουν ότι το πρόβλημα χρήζει άμεσης αντιμετώπισης.

 

*Ο κ. Γιάννης Αρμακόλας είναι επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας και ερευνητής στην Έδρα «Σταύρος Κωστόπουλος» στο ΕΛΙΑΜΕΠ.